- προκαταίρω
- προκατ-αίρω,A run in before,
τῶν πέλας ἐς λιμένα Philostr. Her.10.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν πέλας ἐς λιμένα Philostr. Her.10.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταίρω — Α εισπλέω πρώτος σε ένα λιμάνι, προκατάγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταίρω «καταπλέω, αράζω»] … Dictionary of Greek